- εισκυκλώ
- εἰσκυκλῶ (-έω) (Α)1. στρέφω προς τα μέσα2. (στο θέατρο) στρέφω με μηχάνημα προς τα μέσα και κρύβω από τα μάτια τών θεατών3. εισάγω4. παθ. βυθίζομαι, καταδύομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εἰσκυκλῶ — εἰσκυκλέω wheel in pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰσκυκλέω wheel in pres ind act 1st sg (attic epic doric) εἰσκυκλέω wheel in pres subj act 1st sg (attic epic doric) εἰσκυκλέω wheel in pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεισκυκλώ — ἐπεισκυκλῶ, έω (Α) 1. στοιβάζω το ένα πάνω στο άλλο, συσσωρεύω («ὧν ἀμελήσαντες οἱ πολλοὶ τὰ μηδέν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῡσι», Λουκιαν.) 2. παθ. ἐπεισκυκλοῡμαι. εισάγομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εισκυκλώ «εισφέρω»] … Dictionary of Greek
παρεισκυκλώ — έω, ΜΑ εισάγω κάτι χωρίς να γίνω αντιληπτός μσν. προβάλλω, δείχνω ενώπιον τών άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + εἰσκυκλῶ «στρέφω κάτι προς τα μέσα, φέρνω, εισάγω»] … Dictionary of Greek